- ζητιανιά
- ηεπαιτεία: Ζει με τη ζητιανιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ζητιανιά — η [ζητιάνος] 1. το να ζητιανεύει κάποιος, η επαιτεία 2. θερμή εκλιπάρηση, ικέτευση … Dictionary of Greek
διακονιά — η 1. ζητιανιά, επετεία 2. ελεημοσύνη που δίνεται σε ζητιάνο 3. εκλιπάρηοη που προσιδιάζει σε ζητιάνο 4. (στα μοναστήρια) α) δοχείο β) ορισμένη ποσότητα τροφής ή κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. διακονία*. Η λ. διακονιά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει… … Dictionary of Greek
ζήτι — το 1. η ζητιανιά, η επαιτεία 2. παροιμ. «τού ζητιού τα κέρδη ντροπή και πομπιοσύνη» τα κέρδη που βγαίνουν από τη ζητιανιά είναι άξια ντροπής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταρρηματ. παράγ. < ζητώ πρβλ. εξαρτώ ξάρτι] … Dictionary of Greek
αδιακόνευτος — η, ο [διακονεύω] αυτός που έγινε ή αποκτήθηκε χωρίς διακονιά, χωρίς ζητιανιά, ο αζητιάνευτος … Dictionary of Greek
αζητιάνευτος — η, ο [ζητιανεύω] αυτός που δεν αποκτήθηκε με επαιτεία, με ζητιανιά … Dictionary of Greek
αλητεία — Η άσκοπη περιπλάνησηη τυχοδιωκτική ζωή, η αγυρτεία. Στην κατάσταση αυτή περιέρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που δεν έχουν στέγη, στερούνται τα μέσα της συντήρησής τους και περιφέρονται χωρίς σκοπό. Στον Μεσαίωνα μια μορφή αλητείας ήταν τα τάγματα… … Dictionary of Greek
διακονία — η (AM διακονία) [διάκονος] 1. εξυπηρέτηση, προσφορά υπηρεσίας 2. περίθαλψη, φροντίδα 3. φιλανθρωπικό ίδρυμα, άσυλο περίθαλψης 4. δοχείο ορισμένης ποσότητας τροφής 5. διακονιά, ζητιανιά μσν. νεοελλ. 1. το αξίωμα, το έργο και το λειτούργημα τού… … Dictionary of Greek
διακονιό — το (AM διακόνιον) μσν. νεοελλ. ζητιανιά, επαιτεία αρχ. μσν. 1. το λειτούργημα τού διακόνου 2. η παράπλευρη στην εκκλησία αίθουσα όπου συγκεντρώνονται ο διάκονοι αρχ. είδος πίτας. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη άγνωστης ετυμολ. Η ετυμολογική της σύνδεση με το… … Dictionary of Greek
επαιτεία — και επαιτία, η (AM ἐπαιτεία) [επαίτης] ζητιανιά, το να επαιτεί κάποιος, το διακόνεμα … Dictionary of Greek
ζητεία — και ζήτεια και ζήτα, η επαιτεία, ζητιανιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζητεύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1659 στα Έγγραφα Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως] … Dictionary of Greek